ακτινοβόλημα

ακτινοβόλημα
και αχτινοβόλημα, το [ακτινοβολώ]
η ακτινοβολία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβολώ — ( έω) (Α ἀκτινοβολῶ) εκπέμπω ακτίνες, λάμπω, φωτίζω νεοελλ. λάμπω από ευτυχία και χαρά αρχ. δέχομαι τις ακτίνες τού ήλιου, φωτίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτινοβόλος. ΠΑΡ. νεοελλ. ακτινοβόλημα, ακτινοβόληση] …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβολία — ακτινοβολία, η και αχτινοβολία, η και ακτινοβόλημα, το και αχτινοβόλημα, το 1. η εκπομπή ακτινών: Η ακτινοβολία μερικών αστεριών είναι αρκετά έντονη. 2. λάμψη: Μια ακτινοβολία χαράς φώτισε το πρόσωπό του. 3. (φυσ.), εκπομπή σωματίων ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαμποκόπημα — το, ατος ακτινοβόλημα, έντονη λάμψη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”